Εκτύπωση

eposΗ 28η Οκτωβρίου 1940 σαν μέρα-μάνα ξυπνά και ανασταίνει τη Μνήμη του Έθνους μας, τη Μνήμη του αγωνιζόμενου ελληνισμού.
Το θέατρο του πολέμου – με αγώνες συνθλιπτικά άνισους – θα στράγγιζε ως την τελευταία ικμάδα κάθε ανθρώπινη προσπάθεια και θα οδηγούσε σε απόγνωση.
Κι όμως• από την πρώτη μέρα του πολέμου, ο πηγαίος ενθουσιασμός των Ελλήνων θύμιζε τον Μαραθώνα της αρχαιότητας, όπου οι Πέρσες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί οι Αθηναίοι όρμησαν – ας ήταν λίγοι – κατεπάνω τους• και “μανίην τοις Αθηναίοισι επέφερον”, κατά τον Ηρόδοτο μανία και τρέλα απέδωσαν τότε στους Αθηναίους.
Έτσι και τώρα. Η Μάχη της Ελλάδας, που σαν αστραπή ελπίδας διέλυσε το έρεβος του πολέμου, ανήκει κατά κύριο λόγο στην ψυχή των Ελλήνων. Με μόνη τη συνείδηση του εθνικού χρέους σαν ρομφαία και σαν ασπίδα, ξεκινούν για το μέτωπο και κονιορτοποιούν το χάλυβα του εχθρού. Οι Έλληνες θριαμβεύουν με νίκες μυθικές. Και ο επιδρομέας γίνεται περίπαιγμα των αιώνων.
Γιατί, όπως εξηγεί ο Ακαδημαϊκός Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος: “Είναι γεγονός ότι εις την ιστορίαν υπήρξε πάντοτε το πνεύμα εκείνο, το οποίο περισσότερο από πάσαν άλλην δύναμιν προσδιώρισε την εξέλιξην των πραγμάτων (…). Δι’ ημάς τους Έλληνας η ιστορική αυτή αλήθεια ισχύει απολύτως και άνευ όρων. Έθνος ολιγάνθρωπον οι Έλληνες κατώρθωσαν και να επιβληθούν και να επιζήσουν πάντοτε διά του πνεύματός των παρά δι’ άλλων μέσων”.
Ο Έλληνας ανέκαθεν αντίκρισε τη ζωή σαν άθλημα και την βίωσε σαν ένα διαρκές πάθος για την αναμέτρηση με το δύσκολο. Το “έργον” το είδε ως “εργώδες”, επίπονο επίτευγμα.
Οπωσδήποτε για τον Έλληνα ο αγώνας και η νίκη δεν σημαίνουν μόνο τη φυσική κατανίκηση του αντιπάλου, αλλά πέρα απ’ αυτό την καταξίωση της αρετής. “Πάτριον ημίν εκ των πόνων τας αρετάς κτάσθαι”, θα βεβαιώσει ο Θουκυδίδης. Η ελληνική έννοια του αγώνα είχε πάντα ένα στοιχείο πνευματικότητας, ακόμη και στην προχριστιανική εποχή.
Αυτή η αγωνιστικότητα μας αναδείκνυε, και κατακτημένους, πνευματικούς κατακτητές. Και είναι η ίδια που έστησε το τρόπαιο στο Μαραθώνα, αλλά και τον τύμβο στις Θερμοπύλες. Απαθανάτισε την Ακρόπολη, εξελλήνισε την κοσμοκράτειρα Ρώμη, ανέδειξε το Βυζάντιο χιλιόχρονο προπύργιο της Ευρώπης και κιβωτό του Χριστιανισμού. Αυτή η αγωνιστικότητα κράτησε ξύπνιο το ραγιά στα σκοτάδια των τετρακοσίων χρόνων και έσωσε το νεότερο Ελληνισμό από την υποδούλωση σε κάθε λογής ολοκληρωτισμούς. Χάρη σ’ αυτή ο Έλληνας εξασφάλισε τις ευγενέστερες επιλογές στη ζωή. Το αίτημα “αιρού (προτίμησε) καλώς τεθνάναι μάλλον ή αισχρώς ζην”, συνοψίζει μια σειρά από δυναμικές εσωτερικές και εξωτερικές υπερβάσεις των στοιχείων εκείνων, που αντιπροσωπεύουν – στο πεδίο του πνεύματος – τον πειρασμό των Σειρήνων για το άτομο και το έθνος.
Σήμερα – μέσα στη δίνη μιας παγκόσμιας πνευματικής κρίσης – δεν υπάρχει κατά κανόνα η αγωνιστικότητα του ελληνικού τύπου, που κρατούσε τον άνθρωπο ψηλά μέσα του, ασυμβίβαστο, ελεύθερο από κάθε καταναγκασμό, υπόλογο για τη “ζήτηση του αμείνονος” μπροστά στην ίδια του τη συνείδηση και στον Ανώτατο Κριτή των ανθρωπίνων.
Γι’ αυτό είναι ώρα οι Έλληνες να ξαναβρούμε το φυλετικό αγωνιστικό μας χαρακτήρα. Ο καθένας για τον εαυτό μας, για την Ελλάδα, για τον κόσμο.
Εξάλλου το έπος των αγωνιστών του ’40 καθιστά πάντα επίκαιρο το λόγο του μεγάλου ιστορικού, του Θουκυδίδη: “Αγών πρόφασιν ου δέχεται”. Η κρισιμότητα των καιρών δεν επιδέχεται προφάσεις και αναβολές.
Περιοδικό “Η Δράση μας”, Οκτώβριος 2010

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ