Χρόνια τώρα, κάθε πού μπαίνει ο Οκτώβρης, στοχάζομαι τι να σημαίνει αλήθεια εκείνο το θαύμα του έθνους μας για τις επερχόμενες γενιές. Τι βαθύτερο κληροδότησε σαν παρακαταθήκη σ’ όλους εμάς 80 χρόνια μετά;
Ελάχιστοι οι επιζώντες σήμερα ήρωες της γενιάς κείνης. Τα χρόνια αυλάκωσαν βαθιά τα πρόσωπά τους! Κύρτωσαν το ρωμαλέο νεανικό παράστημά τους, χωρίς ωστόσο και να ξεθωριάσουν τις μνήμες και τις εμπειρίες της εποποιίας πού γέννησαν και έζησαν. Στα γερασμένα θολά τους μάτια σπιθίζει κάθε τέτοια εποχή η έξαρση του τότε. Νιώθω το βλέμμα τους να βουτά νοσταλγικά στις μεγάλες ώρες κείνης της εποχής. Τη μνήμη τους να ανασκαλεύει περιστατικά και να εξιστορεί διηγήσεις. Υπέροχες περιγραφές του τότε. Συγκινητικές διηγήσεις για περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα, δεν ξέρουν νομίζω ούτε εκείνοι, ούτε κι εμείς γιατί πρέπει αλήθεια να κλαίμε. Για το μεγάλο θαύμα της γενιάς τους ή για την ανακόλουθη ασυνέχεια των επερχόμενων γενεών.
Πολλά άλλαξαν μέσα σε 80 χρόνια!
Μέχρι και οι κλιματολογικές συνθήκες μετέτρεψαν τον παγερό χιονισμένο Οκτώβρη που γέμιζε με κρυοπαγήματα τους ήρωες της Πίνδου, στο μήνα που σου προσφέρει τις τελευταίες ευκαιρίες της χαράς ενός παρατεταμένου πλέον καλοκαιριού. Η εθνική αργία της θυσίας και της προσφοράς τους αποτιμάται περισσότερο αν τύχει και πέσει Παρασκευή ή Δευτέρα, χαρίζοντάς μας ένα τριήμερο φυγής απ’ τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Οι παρελάσεις στη μνήμη τους πολεμήθηκαν και υποβιβάζονται συστηματικά ως μιλιταριστικές εκδηλώσεις χωρίς κανένα νόημα.
Τα εγγόνια και τα δισέγγονα των ηρώων πού πέθαιναν για τα μεγάλα ιδανικά της φυλής μας δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για τη θυσία και το πνεύμα των παππούδων τους.
Οι επετειακοί λόγοι που κάποτε διακόπτονταν από έναν κόμπο ευγνωμοσύνης και βαθιάς συγκίνησης που έπνιγε τον λαιμό, έγιναν «ξύλινοι», βερμπαλιστικοί, που δεν αγγίζουν ούτε αυτούς που τους εκφωνούν.
Όχι! Δεν είναι πεσιμιστική και απογοητευτική η ματιά μας που διαγράφει ισοπεδωτικά τα πάντα.
Είναι ο ρεαλισμός και η κατάθεση της αλήθειας που μας πονάει, και θέλουμε να την απωθήσουμε σαν ψέμα και υπερβολή.
Όμως ούτε να εθελοτυφλούμε ωφελεί, ούτε όμως και να παραδοθούμε σε μελαγχολία βοηθά.
Χρειάζεται αυτοκριτική. Βαθύς στοχασμός. Πώς φθάσαμε έως εδώ; και ταυτόχρονα ριζική επιστροφή στα ιδανικά και τις αξίες που πτέρωσαν τη γενιά του ’40, χαρίζοντάς τους τη δυνατότητα να επιτελέσουν πράξεις αξεπέραστες.
* * *
«Οι βάρβαροι δεν θα εισβάλουν πλέον από τα σύνορα. Θα μπουν από την τηλεόραση στα παιδικά δωμάτια» [1] έγραφε πριν από 25 περίπου χρόνια κάποιος ποιητής. Και μπήκαν. Εισέβαλαν και άλωσαν τις ψυχές, τα ιδανικά και τα πιστεύω των παιδιών. Των παιδιών που έγιναν κατόπιν άνδρες και πήραν στα χέρια τους τα σκήπτρα της εξουσίας και της διαχείρισης των κοινών, όντας αλωμένοι. Ξεκομμένοι απ’ το ιστορικό παρελθόν τους, απ’ τα ιδανικά και την πίστη των προγενεστέρων τους. Η γενιά μας! υπέρμετρα εγωπαθής. Ξεχύθηκε αλόγιστα στο κυνήγι του άκρατου ευδαιμονισμού, μετατρέποντας με το παράδειγμά της και με το δήθεν όραμά της έναν ολόκληρο λαό σε άψυχη μάζα υλικών διεκδικήσεων.
Πρότυπά της κενοί αστέρες της δημόσιας ζωής με σκανδαλώδη βίο και εφήμερη δόξα. Όραμά της, η «αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος» που εξασφαλίζει τη μόνη ηδονή της κατανάλωσης και της απόκτησης μόνο υλικών αγαθών. Επιδίωξή της το «φάγωμεν, πίωμεν» σαν μια ενστικτώδης προσπάθεια να καλυφθεί το εσωτερικό κενό της. Έμβλημά της το «εγώ» και το «θέλω», που το απαιτεί με κάθε τρόπο «εδώ και τώρα».
* * *
Οκτώβρης ήταν και τότε. Οκτώβρης του 1838 στην Πνύκα. Τότε, που ο μεγάλος αγωνιστής του ’21, ο ήρωας κι ο πρωτεργάτης ενός άλλου μεγάλου εθνικού θαύματος, στάθηκε απέναντι στους νέους της εποχής και με νεανική θέρμη τους παρέδωσε τη σκυτάλη του δικού του μεγαλείου.
«Παιδιά μου, τους είπε, πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε (…). Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γίνει σκεπάρνι διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει και το καλό της κοινότητας, μέσα σ’ αυτό βρίσκεται και το δικό σας (…). Εις σας μένει να ισιάσετε και να στολίσετε τον τόπο που εμείς ελευθερώσαμε. και για να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την φρόνιμη ελευθερία» [2].
* * *
80 χρόνια μετά η Πατρίδα μας που δίδαξε την οικουμένη ηρωισμό• που ύφανε ένα θαύμα με το στημόνι της πίστεώς της• που γνώριζε ν’ ανασταίνει την ελπίδα μέσα από την προσωπική της θυσία, βρίσκεται ταπεινωμένη στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Οικονομικά εξαθλιωμένη. Χρεωμένη. Χωρίς οράματα, ελπίδα και πίστη στις καρδιές και τη σκέψη των νέων ανθρώπων.
Και δεν υπάρχει άλλη αιτία, και λύση του εθνικού μας δράματος, απ’ τη βαθύτατη παραδοχή του ότι «ἡμάρτομεν και ἠνομήσαμεν» και «κατελίπομεν τήν οδόν τῶν ἐντολῶν» του Ευαγγελίου «και ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν» [3]. Γι’ αυτό και στην αξιολογική ηθική μας κλίμακα αντικαταστήσαμε το συλλογικό καλό με το ατομικό πρόσκαιρο συμφέρον.
Γι’ αυτό και θάψαμε τα πρότυπα, τον ηρωισμό, το θαύμα και τη μεγαλοψυχία της ιστορίας μας. Γι’ αυτό και απαλείψαμε από τα σχολικά εγχειρίδια τα ιδανικά που έθρεψαν τους ήρωές μας, αφήνοντας αδιαφώτιστες και αγαλούχητες γενιές νέων, παραδίδοντάς τες στην απελπισία και την απαισιοδοξία.
Δεν υπάρχει άλλη λύση. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος απ’ το αδιέξοδο. Μόνο η μετάνοιά μας θα ανατρέψει τ’ αδύνατα.
Αρκεί να το πιστέψουμε. Αρκεί να το εργασθούμε στον εαυτό μας. Αυτό ήταν και η γενεσιουργός αιτία του θαύματος του ’40. Η πίστη ενός ολόκληρου λαού.
«Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας μας ὅλοι» [4] καλούσαν τότε τον ελληνικό λαό οι δημοσιογράφοι της εποχής. Και ο λαός ανταποκρίθηκε. Κι έκπληκτος ο δημοσιογραφικός κάλαμος κατέγραψε: «Κατεκλίθημεν ἄνθρωποι και ἀνηγέρθημεν Ἔθνος, ἐκοιμήθημεν ἀπόγονοι και ξυπνῶμεν γονεῖς» [5].
Η γενιά του ’40, άλλη μια φορά μας διδάσκει την οδό του θαύματος. Τη μοναδική λύση της μετανοίας. Την επιστροφή στην «οδό του Κυρίου». Τη συμμαχία μας με τον Ύψιστο που γνωρίζει να «καθαιρεῖ δυνάστας ἀπό θρόνων» και να «ὑψώνει τούς ταπεινούς».
ΑΤΤΙΚΟΣ
Περιοδικό “Η Δράση μας”, Οκτώβριος 2010
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ